λιμοδοξώ

λιμοδοξώ
λιμοδοξῶ, -έω (Α)
επιθυμώ υπερβολικά τη δόξα, τη φήμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + -δοξῶ (< -δοξος< δόξα), πρβλ. ματαιο-δοξώ, φιλο-δοξώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λιμοδοξία — λιμοδοξία, ἡ (Α) [λιμοδοξώ] υπερβολική επιθυμία δόξας, μεγάλη φιλοδοξία, δοξομανία …   Dictionary of Greek

  • λιμός — ο (AM λιμός, ὁ, Α και λιμός, ή) μεγάλη και παρατεταμένη έλλειψη ειδών διατροφής που παρουσιάζει ευρεία γεωγραφική εξάπλωση και προκαλεί αύξηση τής θνησιμότητας λόγω πείνας («λιμῷ δ οἴκτιστον θανέειν», Ομ. Οδ.) || (μσν. αρχ.) πειναλέος άνθρωπος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”